- μαγνητοφωνώ
- μαγνητοφωνώ, μαγνητοφώνησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαγνητοφωνώ — [μαγνητόφωνο] εγγράφω σε ήχους σε μαγνητόφωνο … Dictionary of Greek
μαγνητοφωνώ — ( είς, εί κτλ.), μαγνητοφώνησα, μαγνητοφωνήθηκα, μαγνητοφωνημένος, καταγράφω ήχους με μαγνητόφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγνητοφώνηση — η [μαγνητοφωνώ] η εγγραφή ήχου σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοφώνου … Dictionary of Greek